άβγαλτος

άβγαλτος
η , ο
1) невынутый; невынесенный; 2) неснятый (об одежде, обуви);

με παπούτσια άβγαλτα — не сняв обуви;

3) безвыездно живущий (где-л.);
4) непроросший семенах); непрорезавшийся (о зубах); непробившийся (об усах); невылупившийся (о птенцах); 5) невыжатый (о масле); 6) неопытный, неискушённый, наивный; 7) не появившийся, не поднявшийся над горизонтом (о светилах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "άβγαλτος" в других словарях:

  • άβγαλτος — άβγαλτος, η, ο και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που ακόμη δεν έχει βγει, αποσταχθεί: Είχαν άβγαλτο το μούστο. 2. που δεν έχει ανατείλει: Ο ήλιος ήταν ακόμη άβγαλτος. 3. αθώος, απονήρευτος: Άβγαλτο καθώς ήταν το παιδί, εύκολα παρασύρθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για …   Dictionary of Greek

  • αμάλλιαστος — και γος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχες, άμαλλος, άτριχος 2. αυτός που δεν απέκτησε ακόμη μαλλιά, τρίχες ή φτερά, πούπουλα προκειμένου για πτηνά 3. (για πέτρες) αυτή, που επάνω της δεν φύτρωσε χόρτο, φυτό 4. (για αγόρια) ο μικρής… …   Dictionary of Greek

  • ανέβγαλτος — η, ο [βγάλλω] άβγαλτος στον κόσμο, άμαθος, άπειρος, αθώος …   Dictionary of Greek

  • ανήλιαγος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει ή δεν είδε ο ήλιος, ανήλιαστος 2. μτφ. άβγαλτος στον κόσμο, αθώος, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ηλιάζω. Πρβλ. επίσης ταιριάζω αταίριαγος, σκεπάζω ασκέπαγος κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… …   Dictionary of Greek

  • αξέβγαλτος — η, ο 1. άβγαλτος, άπειρος 2. (για ρούχα) εκείνο που δεν το έχουν ξεβγάλει, ξεπλύνει με καθαρό νερό …   Dictionary of Greek

  • αξεσκόλιστος — η, ο αδασκάλευτος, άμαθος, άβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • απερπάτητος — η, ο (Μ ἀπερπάτητος, ον) αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει περπατήσει κανείς, ο αδιάβατος νεοελλ. 1. (για παιδιά) αυτός που δεν έχει περπατήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν είναι «περπατημένος», δεν έχει διασκεδάσει αρκετά, ο άβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • κουτάβι — το (Μ κουτάβι[ν]) 1. το νεογνό τού σκύλου 2. (κατ επέκτ.) το νεογνό λύκου ή αλεπούς νεοελλ. 1. άνθρωπος πνευματικά καθυστερημένος ή αμόρφωτος ή άβγαλτος, απονήρευτος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κοττάβιον (υποκορ. τού… …   Dictionary of Greek

  • ανέβγαλτος — η, ο ο άβγαλτος: Το παιδί, ανέβγαλτο καθώς ήταν, παρασύρθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»